- κολποδυστροφία
- ηιατρ. δυστροφική πάθηση τού βλεννογόνου τού κόλπου η οποία παρατηρείται κατά τη διάρκεια παρατεταμένης γαλουχίας ή μετά την εμμηνόπαυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpodystrophie < colpo- (< κόλπος) + dystrophie (< νεολατ. dystrophia < δυστροφία)].
Dictionary of Greek. 2013.